ελευσινιακός

ελευσινιακός
-ή, -ό (Α ἐλευσινιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελευσίνα
αρχ.
(για ψάρια) αυτός που ζει στον Κόλπο τής Ελευσίνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελευσινιακός, -ή — ό ο ελευσίνιος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελευσίνιος -α, -ο — 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελευσίνα, που γίνεται σ αυτή ή προέρχεται απ αυτή, ελευσινιακός. 2. το αρσ., Ελευσίνιος και θηλ. α ως κύρ. όν., ο κάτοικος της Ελευσίνας ή αυτός που κατάγεται από αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”